– Κατασχέσεις εξπρές εντός 30 ημερών προ των πυλών
Με Κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων απειλούνται πλέον οι φορολογούμενοι ο οποίοι καθυστερούν 30 ημέρες να εξοφλήσουν ή να ρυθμίσουν τις οφειλές τους προς την εφορία, όπως προβλέπει, μεταξύ άλλων, ο Κώδικας Φορολογικών Διαδικασιών, που ψηφίστηκε στη Βουλή την προηγούμενη εβδομάδα.
Στον Κώδικα, που σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση έχει ως στόχο τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών και των μεθόδων είσπραξης των εσόδων του δημοσίου και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Σε περίπτωση μη καταβολής εντός 30 ημερών, από την παραλαβή της ατομικής ειδοποίησης της εφορίας, του φόρου, οι φορολογικές αρχές μπορούν προχωρήσουν στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του φορολογούμενου. Πρόκειται για μέτρα, όπως κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, κατασχέσεις εις χείρας τρίτων κ.ά.
Πρέπει να αναφερθεί ότι ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Μαυραγάνης κατά την διεξαγωγή της συζήτησης του νομοσχεδίου διαβεβαίωσε ότι η κατάσχεση εντός 30 ημερών για χρέη στην εφορία δεν αφορά όλους τους πολίτες, αλλά πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, τις οποίες ωστόσο δεν προσδιόρισε επακριβώς. Όπως είπε συγκεκριμένα, το άρθρο 46 έχει ειδικό σκοπό και «δεν αφορά τον κάθε Έλληνα, την πλατιά μάζα», αλλά «αφορά εκείνους που συνειδητά προβαίνουν σε πράξεις φοροδιαφυγής». Στις περιπτώσεις αυτές, συνέχισε, το κράτος «πρέπει να έχει μηχανισμό που διασφαλίζει τα συμφέροντά του». Πρόκειται για «εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις», στις οποίες «υπάρχει σοβαρός κίνδυνος από μεγάλους φοροφυγάδες».
Ωστόσο, κατά την άποψη μας, η διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου (στην οποία χρησιμοποιείται ο γενικός όρος «επείγουσες περιπτώσεις») αφήνει ανοικτή τη δυνατότητα για υποκειμενικές ερμηνείες, παρανοήσεις και πιθανές καταχρήσεις της διάταξης, εις βάρος των μικροοφειλετών του δημοσίου, και ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρξει ρητός και επακριβής προσδιορισμός για το ποιες περιπτώσεις εν τέλει αφορά η συγκεκριμένη διάταξη.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που υπάρχουν πληροφορίες ή υπόνοιες, ότι ο φορολογούμενος θα προβεί σε μεταβίβαση περιουσιακών του στοιχείων ή προβαίνει σε προπαρασκευαστικές ενέργειες για να εγκαταλείψει τη χώρα, ή σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που θέτει σε κίνδυνο την είσπραξη του φόρου, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να λαμβάνει επίσης μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, ακόμη και πριν τη νόμιμη ημερομηνία καταβολής της οφειλής ή την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης
Σε περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία του για να αποφύγει τη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης, οι φορολογικές αρχές μπορούν να ασκούν αγωγή καταδολίευσης για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.
Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου, που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.
Αν κατά τον χρόνο διάλυσης νομικού προσώπου δεν έχουν εξοφληθεί όλες οι φορολογικές υποχρεώσεις του, περιλαμβανομένων των παρακρατούμενων και επιρριπτομένων φόρων, οι μέτοχοι ή εταίροι, με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 5%, ευθύνονται για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, μέχρι του ποσού των αναληφθέντων κερδών ή απολήψεων σε μετρητά ή σε είδος, λόγω της ιδιότητας του μετόχου ή εταίρου κατά τα τρία τελευταία έτη. Η συγκεκριμένη διάταξη εξαιρεί τις εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε άλλο Κράτος μέλος της Ε.Ε.
Το δημόσιο υποχρεούται να επιστρέψει φόρους που αχρεωστήτως καταβλήθηκαν από τον φορολογούμενο εντός 90 ημερών.
Το δικαίωµα του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα παραγράφεται πέντε (5) έτη µετά την έκδοση του νόµιµου τίτλου εκτέλεσης.
Ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη με προϋπόθεση την καταβολή του 50% της βεβαιωμένης οφειλής.
Οριστικοποιείται η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για έλεγχο όπως και ο χρόνος διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων στα πέντε χρόνια. Μόνο στις περιπτώσεις αδικημάτων φοροδιαφυγής η παραγραφή επεκτείνεται στα είκοσι χρόνια. Επανέλεγχος δεν επιτρέπεται παρά μόνο εάν υπάρξουν νέα στοιχεία τα οποία δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει η Φορολογική Διοίκηση κατά τον αρχικό έλεγχο.